Потенційний грецькою
Переклад: потенційний, Словник: українська » грецька
Мова джерела:
українська
Мова перекладу:
грецька
Переклади:
τραυματίζω, θερμοπαρακαλώ, ικετεύω, τραυματισμός, τραύμα, λαβώνω, δυνητικός, δυναμικό, δυνητικών, δυνητική, δυνητικούς
Споріднені слова
Інші мови
Споріднені слова: потенційний
потенційний це, потенційний ввп, потенційний валовий дохід, потенційний ринок це, потенційний ринок, потенційний мовний словник грецька, потенційний грецькою
Переклади
- потенціали грецькою - δυναμικά, δυνατότητες, δυναμικών, δυναμικό, δυνατοτήτων
- потенціальний грецькою - ικετεύω, θερμοπαρακαλώ, δυνητικός, δυναμικό, δυνητικών, δυνητική, δυνητικούς
- потенційність грецькою - δυνατότητα, δυναμικότητα, δυνητικότητα
- потерпати грецькою - να υποφέρουν, να υποφέρει, να υποστούν, να υποστεί, να υφίστανται
Випадкові слова
Потенційний грецькою - Словник: українська » грецька
Переклади: τραυματίζω, θερμοπαρακαλώ, ικετεύω, τραυματισμός, τραύμα, λαβώνω, δυνητικός, δυναμικό, δυνητικών, δυνητική, δυνητικούς
Переклади: τραυματίζω, θερμοπαρακαλώ, ικετεύω, τραυματισμός, τραύμα, λαβώνω, δυνητικός, δυναμικό, δυνητικών, δυνητική, δυνητικούς