Потурбувати грецькою
Переклад: потурбувати, Словник: українська » грецька
Мова джерела:
українська
Мова перекладу:
грецька
Переклади:
ανησυχία, ενδιαφέρον, φασαρία, προβληματισμός, μπελάς, ταλαιπωρία, ενοχλώ, ανησυχώ, ανησυχείτε, ανησυχούν, ανησυχείς
Споріднені слова
Інші мови
Споріднені слова: потурбувати
потурбувати мовний словник грецька, потурбувати грецькою
Переклади
- потурання грецькою - επιείκεια, απόλαυση, ανοχή, επιείκειά, ανοχής
- потурати грецькою - μακροθυμία, επιείκεια, ικανοποιώ, επιδοθούν, απολαύσετε, απολαύστε, να επιδοθούν
- потяг грецькою - συνάφεια, αγχιστεία, έλξη, έφεση, έκκληση, προσφυγής, αναιρέσεως, ...
- потік грецькою - πλημμύρες, ρέω, χιονοστιβάδα, πλημμυρίζω, ροή, βροχή, υφαίνω, ...
Випадкові слова
Потурбувати грецькою - Словник: українська » грецька
Переклади: ανησυχία, ενδιαφέρον, φασαρία, προβληματισμός, μπελάς, ταλαιπωρία, ενοχλώ, ανησυχώ, ανησυχείτε, ανησυχούν, ανησυχείς
Переклади: ανησυχία, ενδιαφέρον, φασαρία, προβληματισμός, μπελάς, ταλαιπωρία, ενοχλώ, ανησυχώ, ανησυχείτε, ανησυχούν, ανησυχείς