Право грецькою
Переклад: право, Словник: українська » грецька
Мова джерела:
українська
Мова перекладу:
грецька
Переклади:
επαγγελματικός, υπόθεση, ελευθερία, επαγγελματίας, δουλειές, δουλειά, επιχείρηση, τομέας, σφαίρα, δεξιά, δικαίωμα, δικαιώματος, σωστά, το δικαίωμα
Споріднені слова
Інші мови
Споріднені слова: право
право власності на землю, право це, право європейського союзу, право на життя, право володіння, право мовний словник грецька, право грецькою
Переклади
- правити грецькою - ιθύνω, κανόνας, αποφασίζω, βασιλεύω, κανόνα, κράτους, κράτος, ...
- правління грецькою - επιβιβάζομαι, σανίδα, κανόνας, κανόνα, κράτους, κράτος, τον κανόνα
- правовірний грецькою - ορθόδοξος, ορθόδοξη, ορθόδοξο, ορθόδοξες, ορθόδοξης
- правомочний грецькою - αρμόδιος, αρμόδιες, αρμόδια, αρμόδιων, αρμόδιο
Випадкові слова
Право грецькою - Словник: українська » грецька
Переклади: επαγγελματικός, υπόθεση, ελευθερία, επαγγελματίας, δουλειές, δουλειά, επιχείρηση, τομέας, σφαίρα, δεξιά, δικαίωμα, δικαιώματος, σωστά, το δικαίωμα
Переклади: επαγγελματικός, υπόθεση, ελευθερία, επαγγελματίας, δουλειές, δουλειά, επιχείρηση, τομέας, σφαίρα, δεξιά, δικαίωμα, δικαιώματος, σωστά, το δικαίωμα