Привчіть грецькою
Переклад: привчіть, Словник: українська » грецька
Мова джерела:
українська
Мова перекладу:
грецька
Переклади:
συνηθίζω, εξοικειώνω, εξοικειώνομαι, συνηθίσουν, εξοικείωση, εξοικειωθούν, να εξοικειωθούν
Інші мови
Споріднені слова: привчіть
привчіть мовний словник грецька, привчіть грецькою
Переклади
- привчений грецькою - συνηθισμένος, συνηθίσει, εξοικειωμένοι, συνηθισμένοι, εξοικειωθούν
- привчити грецькою - περίοδο, περίοδος, νοστιμίζω, τρένο, τραίνο, αμαξοστοιχία, σταθμό, ...
- привід грецькою - λογικός, γιαρμάς, οπτασία, φάντασμα, περίπτωση, ευκαιρία, περίσταση, ...
- привілей грецькою - πλεονέκτημα, επιεικής, προτέρημα, προνόμιο, ελευθερία, μακρόθυμος, προνομίου, ...
Випадкові слова
Привчіть грецькою - Словник: українська » грецька
Переклади: συνηθίζω, εξοικειώνω, εξοικειώνομαι, συνηθίσουν, εξοικείωση, εξοικειωθούν, να εξοικειωθούν
Переклади: συνηθίζω, εξοικειώνω, εξοικειώνομαι, συνηθίσουν, εξοικείωση, εξοικειωθούν, να εξοικειωθούν