Призвичаїти грецькою
Переклад: призвичаїти, Словник: українська » грецька
Мова джерела:
українська
Мова перекладу:
грецька
Переклади:
εξοικειώνω, εξοικειώνομαι, συνηθίζω, συνηθίσουν, εξοικείωση, εξοικειωθούν, να εξοικειωθούν
Інші мови
Споріднені слова: призвичаїти
призвичаїти мовний словник грецька, призвичаїти грецькою
Переклади
- призвати грецькою - τηλεφωνώ, κλήση, για να καλέσετε, να καλέσετε, να καλέσει, να ζητήσει, να ζητούν
- призвичаювати грецькою - συνηθίζω, εξοικειώνομαι, εξοικειώνω, pryzvychayuvaty
- призвідник грецькою - ζυθοποιός, προξενών, Causer, αίτιο, αιτίου, υπαίτιο
- призвістка грецькою - οιωνός, οιωνό, σημάδι, προμηνύματος, προμήνυμα
Випадкові слова
Призвичаїти грецькою - Словник: українська » грецька
Переклади: εξοικειώνω, εξοικειώνομαι, συνηθίζω, συνηθίσουν, εξοικείωση, εξοικειωθούν, να εξοικειωθούν
Переклади: εξοικειώνω, εξοικειώνομαι, συνηθίζω, συνηθίσουν, εξοικείωση, εξοικειωθούν, να εξοικειωθούν