Применшити грецькою
Переклад: применшити, Словник: українська » грецька
Мова джерела:
українська
Мова перекладу:
грецька
Переклади:
υποβαθμίσω, downplay, υποβαθμίζουν, υποτιμήσει, υποβαθμίσει
Інші мови
Споріднені слова: применшити
применшити мовний словник грецька, применшити грецькою
Переклади
- примати грецькою - πρωτεύοντα, πρωτεύοντα θηλαστικά, πρωτευόντων, τα πρωτεύοντα, πρωτευόντων θηλαστικών
- применшення грецькою - υποτίμηση, παρέκκλιση, παρέκκλισης, εξαίρεση, παρέκκλιση που, παρεκκλίσεως
- применшувати грецькою - ελαχιστοποίηση, την ελαχιστοποίηση, ελαχιστοποιούν, ελαχιστοποίηση των, ελαχιστοποιηθεί
- примикати грецькою - αποδέχομαι, προσχωρήσουν, προσχωρήσει, να προσχωρήσουν, να προσχωρήσει, προσχωρούν
Випадкові слова
Применшити грецькою - Словник: українська » грецька
Переклади: υποβαθμίσω, downplay, υποβαθμίζουν, υποτιμήσει, υποβαθμίσει
Переклади: υποβαθμίσω, downplay, υποβαθμίζουν, υποτιμήσει, υποβαθμίσει