Применшувати грецькою
Переклад: применшувати, Словник: українська » грецька
Мова джерела:
українська
Мова перекладу:
грецька
Переклади:
ελαχιστοποίηση, την ελαχιστοποίηση, ελαχιστοποιούν, ελαχιστοποίηση των, ελαχιστοποιηθεί
Інші мови
Споріднені слова: применшувати
фразеологізми примушувати, применшувати фразеологізм, применшувати мовний словник грецька, применшувати грецькою
Переклади
- применшення грецькою - υποτίμηση, παρέκκλιση, παρέκκλισης, εξαίρεση, παρέκκλιση που, παρεκκλίσεως
- применшити грецькою - υποβαθμίσω, downplay, υποβαθμίζουν, υποτιμήσει, υποβαθμίσει
- примикати грецькою - αποδέχομαι, προσχωρήσουν, προσχωρήσει, να προσχωρήσουν, να προσχωρήσει, προσχωρούν
- примиренний грецькою - συμφιλιώνω, συμβιβάζω, συμφιλίωση, συμφιλίωσης, τη συμφιλίωση, της συμφιλίωσης, συνδυασμό
Випадкові слова
Применшувати грецькою - Словник: українська » грецька
Переклади: ελαχιστοποίηση, την ελαχιστοποίηση, ελαχιστοποιούν, ελαχιστοποίηση των, ελαχιστοποιηθεί
Переклади: ελαχιστοποίηση, την ελαχιστοποίηση, ελαχιστοποιούν, ελαχιστοποίηση των, ελαχιστοποιηθεί