Примиренний грецькою
Переклад: примиренний, Словник: українська » грецька
Мова джерела:
українська
Мова перекладу:
грецька
Переклади:
συμφιλιώνω, συμβιβάζω, συμφιλίωση, συμφιλίωσης, τη συμφιλίωση, της συμφιλίωσης, συνδυασμό
Споріднені слова
Інші мови
Споріднені слова: примиренний
примиренний мовний словник грецька, примиренний грецькою
Переклади
- применшувати грецькою - ελαχιστοποίηση, την ελαχιστοποίηση, ελαχιστοποιούν, ελαχιστοποίηση των, ελαχιστοποιηθεί
- примикати грецькою - αποδέχομαι, προσχωρήσουν, προσχωρήσει, να προσχωρήσουν, να προσχωρήσει, προσχωρούν
- примирення грецькою - τόπος, σκοτεινός, δυσνόητος, τοποθετώ, μέρος, συμφιλίωση, συμφιλίωσης, ...
- примирливий грецькою - συμβιβαστικός, συμφιλίωσης, συμφιλιωτικό, συμφιλιωτικά, συμφιλιωτικούς
Випадкові слова
Примиренний грецькою - Словник: українська » грецька
Переклади: συμφιλιώνω, συμβιβάζω, συμφιλίωση, συμφιλίωσης, τη συμφιλίωση, της συμφιλίωσης, συνδυασμό
Переклади: συμφιλιώνω, συμβιβάζω, συμφιλίωση, συμφιλίωσης, τη συμφιλίωση, της συμφιλίωσης, συνδυασμό