Примха грецькою
Переклад: примха, Словник: українська » грецька
Мова джерела:
українська
Мова перекладу:
грецька
Переклади:
μανιβέλα, αφύσικο, φρικιό, τρέλα, καπρίτσιο, παραξενιά, ιδιοτροπία, κέφι, whimsy
Інші мови
Споріднені слова: примха
примха хмельницький, примха синоніми, примха чаушеску, примха хмельницкий, примха луцьк, примха мовний словник грецька, примха грецькою
Переклади
- примушування грецькою - εξαναγκασμός, εξαναγκασμού, καταναγκασμού, εξαναγκασμό, καταναγκασμό
- примушувати грецькою - πειθαναγκάζω, βία, εξαναγκάζω, δύναμη, ισχύ, ισχύει, ισχύος, ...
- примхи грецькою - ιδιότροπος, άστατος, ιδιοτροπίες, τις ιδιοτροπίες, καπρίτσια, ιδιοτροπιών, τα καπρίτσια
- примхливий грецькою - ιδιότροπος, εκκεντρικός, πικρόχολος, ζωηρός, φαντασιόπληκτος, ιδιότροπη, εκκεντρική γραμματοσειρά, ...
Випадкові слова
Примха грецькою - Словник: українська » грецька
Переклади: μανιβέλα, αφύσικο, φρικιό, τρέλα, καπρίτσιο, παραξενιά, ιδιοτροπία, κέφι, whimsy
Переклади: μανιβέλα, αφύσικο, φρικιό, τρέλα, καπρίτσιο, παραξενιά, ιδιοτροπία, κέφι, whimsy