Примхливий грецькою
Переклад: примхливий, Словник: українська » грецька
Мова джерела:
українська
Мова перекладу:
грецька
Переклади:
ιδιότροπος, εκκεντρικός, πικρόχολος, ζωηρός, φαντασιόπληκτος, ιδιότροπη, εκκεντρική γραμματοσειρά, παιχνιδιάρικη
Споріднені слова
Інші мови
Споріднені слова: примхливий
примхливий це, примхливий русском, примхливий перевод, примхливий березень, примхливий вікіпедія, примхливий мовний словник грецька, примхливий грецькою
Переклади
- примха грецькою - μανιβέλα, αφύσικο, φρικιό, τρέλα, καπρίτσιο, παραξενιά, ιδιοτροπία, ...
- примхи грецькою - ιδιότροπος, άστατος, ιδιοτροπίες, τις ιδιοτροπίες, καπρίτσια, ιδιοτροπιών, τα καπρίτσια
- примху грецькою - μανιβέλα, ιδιοτροπία, καπρίτσιο, καπρίτσια, φαντασιοπληξία
- примірка грецькою - πρόσφορος, προσαρμογή, συναρμολόγηση, εφαρμογή, τοποθέτηση, εξάρτημα
Випадкові слова
Примхливий грецькою - Словник: українська » грецька
Переклади: ιδιότροπος, εκκεντρικός, πικρόχολος, ζωηρός, φαντασιόπληκτος, ιδιότροπη, εκκεντρική γραμματοσειρά, παιχνιδιάρικη
Переклади: ιδιότροπος, εκκεντρικός, πικρόχολος, ζωηρός, φαντασιόπληκτος, ιδιότροπη, εκκεντρική γραμματοσειρά, παιχνιδιάρικη