Припускати грецькою
Переклад: припускати, Словник: українська » грецька
Мова джерела:
українська
Мова перекладу:
грецька
Переклади:
μαντεύω, φαντάζομαι, υποπτεύομαι, εικασία, υποθέτω, αναλάβει, υποθέσουμε, αναλάβουν, αναλαμβάνουν
Інші мови
Споріднені слова: припускати
припускати допускати, припускати синоніми, припускати словник, припускати мовний словник грецька, припускати грецькою
Переклади
- приправа грецькою - δέσιμο, άρτυμα, καρύκευμα, καρυκεύματα, καρυκεύματος, καρυκευμάτων, σαν καρύκευμα
- приправлений грецькою - ωριμασμένο, καρυκεύματα, έμπειρος, έμπειρο, καρυκευμένο
- припускатися грецькою - δέχομαι, παραδέχομαι, παραχωρώ, αποδέχομαι, υποθέτω, υποτίθεται, τεκμαίρεται, ...
- припустимий грецькою - υποφερτός, επιτρεπτός, ανεκτός, αποδεκτός, Επιτρέπεται, επιτρεπτή, επιτρεπόμενη, ...
Випадкові слова
Припускати грецькою - Словник: українська » грецька
Переклади: μαντεύω, φαντάζομαι, υποπτεύομαι, εικασία, υποθέτω, αναλάβει, υποθέσουμε, αναλάβουν, αναλαμβάνουν
Переклади: μαντεύω, φαντάζομαι, υποπτεύομαι, εικασία, υποθέτω, αναλάβει, υποθέσουμε, αναλάβουν, αναλαμβάνουν