Прискорювати грецькою
Переклад: прискорювати, Словник: українська » грецька
Мова джерела:
українська
Мова перекладу:
грецька
Переклади:
πετάλι, πετάλιο, επιταχύνω, επισπεύδω, επιταχύνουν, επιταχύνει, να επιταχύνει, την επιτάχυνση, επιταχύνουν την
Інші мови
Споріднені слова: прискорювати
прискорювати антонім, прискорювати мовний словник грецька, прискорювати грецькою
Переклади
- прискорити грецькою - επιταχύνω, αυξάνω, ενισχύω, ανεβάζω, επισπεύδω, επιταχύνει, επιταχύνουν, ...
- прискортеся грецькою - επιταχύνω, επισπεύδω, pryskortesya
- прискіпливий грецькою - γρήγορος, γοργός, επιλεκτικοί, ιδιότροποι, κρίσιμος, picky, κρίσιμοι
- прислуга грецькою - υπηρέτης, ταχυδρομείο, ταχυδρομώ, υπηρέτρια, υπάλληλοι, υπαλλήλων, υπαλλήλους, ...
Випадкові слова
Прискорювати грецькою - Словник: українська » грецька
Переклади: πετάλι, πετάλιο, επιταχύνω, επισπεύδω, επιταχύνουν, επιταχύνει, να επιταχύνει, την επιτάχυνση, επιταχύνουν την
Переклади: πετάλι, πετάλιο, επιταχύνω, επισπεύδω, επιταχύνουν, επιταχύνει, να επιταχύνει, την επιτάχυνση, επιταχύνουν την