Притиснутись грецькою
Переклад: притиснутись, Словник: українська » грецька
Мова джерела:
українська
Мова перекладу:
грецька
Переклади:
φωλιάζω, αγκαλιάσει επάνω, χάδι, αγκαλιάσετε επάνω, να αγκαλιάσετε επάνω, μαζεύομαι μέχρι
Споріднені слова
Інші мови
Споріднені слова: притиснутись
притиснутись мовний словник грецька, притиснутись грецькою
Переклади
- притаманно грецькою - συστήνω, εισάγω, εγγενώς, φύσεως, εκ φύσεως, τη φύση, ενδογενώς
- притирання грецькою - τρίξιμο, λείανσης, λείανση, άλεση, άλεσης, άλεσμα
- притиснутися грецькою - αγκαλιάσει επάνω, χάδι, αγκαλιάσετε επάνω, να αγκαλιάσετε επάνω, μαζεύομαι μέχρι
- притока грецькою - εύπορος, αφθονία, παραπόταμος, παραπόταμο, παραπόταμου, παραποτάμου, υποτελής
Випадкові слова
Притиснутись грецькою - Словник: українська » грецька
Переклади: φωλιάζω, αγκαλιάσει επάνω, χάδι, αγκαλιάσετε επάνω, να αγκαλιάσετε επάνω, μαζεύομαι μέχρι
Переклади: φωλιάζω, αγκαλιάσει επάνω, χάδι, αγκαλιάσετε επάνω, να αγκαλιάσετε επάνω, μαζεύομαι μέχρι