Причали грецькою
Переклад: причали, Словник: українська » грецька
Мова джерела:
українська
Мова перекладу:
грецька
Переклади:
τι, προβλήτες, κουκέτες, θέσεις ελλιμενισμού, αγκυροβολίων, αγκυροβόλια
Споріднені слова
Інші мови
Споріднені слова: причали
невидимі причали, причали мовний словник грецька, причали грецькою
Переклади
- прицільний грецькою - στοχεύω, στόχος, με στόχο, με σκοπό, στοχεύοντας, στόχο, αποσκοπούν
- причал грецькою - κουκέτα, αγκυροβόλιο, ελλιμενισμένα, θέση αγκυροβολίας, θέση ελλιμενισμού
- причастя грецькою - κοινωνία, κοινωνίας, κοινωνία της, Μετάληψη, επικοινωνία
- причепливий грецькою - γρήγορος, γοργός, υπερκριτικός, επικρίνων, υπερκριτική, υπερκριτικάς, υπερκριτικές
Випадкові слова
Причали грецькою - Словник: українська » грецька
Переклади: τι, προβλήτες, κουκέτες, θέσεις ελλιμενισμού, αγκυροβολίων, αγκυροβόλια
Переклади: τι, προβλήτες, κουκέτες, θέσεις ελλιμενισμού, αγκυροβολίων, αγκυροβόλια