Причіпки грецькою
Переклад: причіпки, Словник: українська » грецька
Мова джерела:
українська
Мова перекладу:
грецька
Переклади:
γκρινιάρικος, επικριτικός, κακόβουλος, κακόβουλη, επικρίσεων
Інші мови
Споріднені слова: причіпки
корені причіпки, причіпки плюща, причіпки мовний словник грецька, причіпки грецькою
Переклади
- причинність грецькою - αιτιότητα, αιτιότητας, την αιτιώδη συνάφεια, της αιτιώδους συνάφειας, την αιτιότητα
- причіп грецькою - νταλίκα, ρυμουλκούμενο, τρέιλερ, ρυμουλκούμενου, ρυμουλκουμένου, του ρυμουλκουμένου
- пришвидшення грецькою - επίσπευση, επιτάχυνση, επιτάχυνσης, την επιτάχυνση, επιταχύνσεως, της επιτάχυνσης
- пришелець грецькою - ερχόμενος, ελθόντα, γωνιακές, γωνιά, έλα
Випадкові слова
Причіпки грецькою - Словник: українська » грецька
Переклади: γκρινιάρικος, επικριτικός, κακόβουλος, κακόβουλη, επικρίσεων
Переклади: γκρινιάρικος, επικριτικός, κακόβουλος, κακόβουλη, επικρίσεων