Продажний грецькою
Переклад: продажний, Словник: українська » грецька
Мова джерела:
українська
Мова перекладу:
грецька
Переклади:
εμπορεύματα, πραμάτεια, αγορά, αγοράζω, διεφθαρμένος, διεφθαρμένη, κατεστραμμένο, διεφθαρμένο, διεφθαρμένα
Інші мови
Споріднені слова: продажний
продажний футбол, продажний суддя, післяпродажний сервіс, продажний мовний словник грецька, продажний грецькою
Переклади
- продавець грецькою - πωλητής, πωλητή, με πωλητή, τον πωλητή, Ο πωλητής είναι
- продаж грецькою - πώληση, εκπτώσεις, την πώληση, πώλησης, προς πώληση, πωλήσεως
- продажність грецькою - διαφθορά, δωροληψία, φαυλότητα, δωροδοκία, διαφθοράς, της διαφθοράς, δωροδοκίας
- продати грецькою - εκποιώ, πουλώ, πωλούν, πωλήσει, πουλήσει, πωλεί, πουλήσουν
Випадкові слова
Продажний грецькою - Словник: українська » грецька
Переклади: εμπορεύματα, πραμάτεια, αγορά, αγοράζω, διεφθαρμένος, διεφθαρμένη, κατεστραμμένο, διεφθαρμένο, διεφθαρμένα
Переклади: εμπορεύματα, πραμάτεια, αγορά, αγοράζω, διεφθαρμένος, διεφθαρμένη, κατεστραμμένο, διεφθαρμένο, διεφθαρμένα