Проникливість грецькою
Переклад: проникливість, Словник: українська » грецька
Мова джерела:
українська
Мова перекладу:
грецька
Переклади:
διορατικότητα, αγχίνοια, οξύνοια, διάκριση, διακρίσεις, διείσδυση, διείσδυσης, τη διείσδυση, η διείσδυση, της διείσδυσης
Споріднені слова
Інші мови
Споріднені слова: проникливість
проникливість вікіпедія, електрична проникливість, проникливість в суть святого письма, проникливість у суть святого письма, проникливість емалі, проникливість мовний словник грецька, проникливість грецькою
Переклади
- проникаючий грецькою - διεισδυτικός, διεισδυτική, διεισδύοντας, διείσδυσης, διείσδυση, διεισδύει
- проникливий грецькою - διορατικός, τετραπέρατος, ευφυής, διαπεραστικός, πανούργος, επιτήδειος, εξυπνάδα, ...
- проникнення грецькою - άπειρος, διείσδυση, διείσδυσης, τη διείσδυση, η διείσδυση, της διείσδυσης
- проникний грецькою - διαπερατός, διαπερατό, διαπερατή, διαπερατό από, διαπερατά
Випадкові слова
Проникливість грецькою - Словник: українська » грецька
Переклади: διορατικότητα, αγχίνοια, οξύνοια, διάκριση, διακρίσεις, διείσδυση, διείσδυσης, τη διείσδυση, η διείσδυση, της διείσδυσης
Переклади: διορατικότητα, αγχίνοια, οξύνοια, διάκριση, διακρίσεις, διείσδυση, διείσδυσης, τη διείσδυση, η διείσδυση, της διείσδυσης