Простий грецькою
Переклад: простий, Словник: українська » грецька
Мова джерела:
українська
Мова перекладу:
грецька
Переклади:
αυστηρός, στοιχειώδης, βάθρο, ευτελής, αγνός, άτεχνος, απέριττος, συνηθισμένος, απλώς, εύκολος, εύκολη, εύκολο, εύκολα, πιο εύκολη
Споріднені слова
Інші мови
Споріднені слова: простий
простий торт, простий категоричний силогізм, простий рецепт кексів, простий вексель це, простий мтс, простий мовний словник грецька, простий грецькою
Переклади
- простежити грецькою - ακολουθήστε, ακολουθούν, ακολουθήσουν, ακολουθήσει, ακολουθήσετε
- простенький грецькою - φτωχά, απλός, απλούς, απλή, απλό, απλά
- простимий грецькою - συγγνωστός, συγχώρητος, συγχωρήσιμη, συγχωρητέοι, συγχωρήσιμο, Χαριστικό
- простиратися грецькою - επεκτείνω, εκτείνω, εκτείνομαι, σπιθαμή, prostyratysya
Випадкові слова
Простий грецькою - Словник: українська » грецька
Переклади: αυστηρός, στοιχειώδης, βάθρο, ευτελής, αγνός, άτεχνος, απέριττος, συνηθισμένος, απλώς, εύκολος, εύκολη, εύκολο, εύκολα, πιο εύκολη
Переклади: αυστηρός, στοιχειώδης, βάθρο, ευτελής, αγνός, άτεχνος, απέριττος, συνηθισμένος, απλώς, εύκολος, εύκολη, εύκολο, εύκολα, πιο εύκολη