Просторий грецькою
Переклад: просторий, Словник: українська » грецька
Мова джерела:
українська
Мова перекладу:
грецька
Переклади:
εκτεταμένος, αρκετός, διεξοδικός, πλήρης, περιεκτικός, ευρύχωρος, άφθονος, ευρύχωρα, ευρύχωρο, ευρύχωρη, άνετα
Споріднені слова
Інші мови
Споріднені слова: просторий
просторий антонім, просторий купол квітки, просторий купол для комах, просторий мовний словник грецька, просторий грецькою
Переклади
- простодушність грецькою - αφέλεια, απλότητα, απλότητας, την απλότητα, απλούστευσης, η απλότητα
- простолюддя грецькою - λαϊκός, δημοφιλής, μάζες, λαό, πληθυσμού, πληθυσμό, λαός
- просторовий грецькою - χωρική, χωρικές, χωρικής, χωρικών, χωροταξικού
- просторікувати грецькою - ρητορεύω, ORATE
Випадкові слова
Просторий грецькою - Словник: українська » грецька
Переклади: εκτεταμένος, αρκετός, διεξοδικός, πλήρης, περιεκτικός, ευρύχωρος, άφθονος, ευρύχωρα, ευρύχωρο, ευρύχωρη, άνετα
Переклади: εκτεταμένος, αρκετός, διεξοδικός, πλήρης, περιεκτικός, ευρύχωρος, άφθονος, ευρύχωρα, ευρύχωρο, ευρύχωρη, άνετα