Простувати грецькою
Переклад: простувати, Словник: українська » грецька
Мова джерела:
українська
Мова перекладу:
грецька
Переклади:
φόρα, δρασκελιά, βήμα, κυνηγώ, παγανίζω, ρυθμός, στέλεχος, πάμε για, πάει για, πηγαίνετε για, πάτε για, πάνε για
Споріднені слова
Інші мови
Споріднені слова: простувати
простувати словник, простувати мовний словник грецька, простувати грецькою
Переклади
- простої грецькою - αγνός, ευτελής, στοιχειώδης, άτεχνος, απλώς, αυστηρός, βάθρο, ...
- простромлювати грецькою - καθηλώ, διατρυπώ, καθηλώσει, καθηλώσει τον, διαπερνούν
- простуда грецькою - παγερός, ανατριχίλα, ρίγος, καταψύχω, κρύο, κρύα, ψυχρό, ...
- проступок грецькою - παράβαση, αδίκημα, αδικήματος, παράβασης, αξιόποινη πράξη
Випадкові слова
Простувати грецькою - Словник: українська » грецька
Переклади: φόρα, δρασκελιά, βήμα, κυνηγώ, παγανίζω, ρυθμός, στέλεχος, πάμε για, πάει για, πηγαίνετε για, πάτε για, πάνε για
Переклади: φόρα, δρασκελιά, βήμα, κυνηγώ, παγανίζω, ρυθμός, στέλεχος, πάμε για, πάει για, πηγαίνετε για, πάτε για, πάνε για