Простій грецькою
Переклад: простій, Словник: українська » грецька
Мова джерела:
українська
Мова перекладу:
грецька
Переклади:
φαλακρός, αργόσχολος, τεμπέλης, καραφλός, απλώς, αδρανής, άτεχνος, άνεργος, downtime, διακοπής λειτουργίας, διαστήματα διακοπής, χρόνο διακοπής, χρόνου διακοπής
Споріднені слова
Інші мови
Споріднені слова: простій
простій не з вини працівника, простій виробництва, простій з вини роботодавця, простій це, простій з вини працівника, простій мовний словник грецька, простій грецькою
Переклади
- простягнути грецькою - απλώνω, φουντώνω, διαδίδω, επέκταση, επεκτείνουν, εκτείνονται, επεκτείνει, ...
- простягніться грецькою - ακτίνα, αχτίδα, σαλάχι, prostyahnitsya
- простінок грецькою - μόλος, αποβάθρα, προβλήτα, προβλήτας, βραχίονα, την προβλήτα
- простір грецькою - διάστημα, έκταση, βαθμός, χώρος, πλάτος, δωμάτιο, διαστολή, ...
Випадкові слова
Простій грецькою - Словник: українська » грецька
Переклади: φαλακρός, αργόσχολος, τεμπέλης, καραφλός, απλώς, αδρανής, άτεχνος, άνεργος, downtime, διακοπής λειτουργίας, διαστήματα διακοπής, χρόνο διακοπής, χρόνου διακοπής
Переклади: φαλακρός, αργόσχολος, τεμπέλης, καραφλός, απλώς, αδρανής, άτεχνος, άνεργος, downtime, διακοπής λειτουργίας, διαστήματα διακοπής, χρόνο διακοπής, χρόνου διακοπής