Протестуючий грецькою

Переклад: протестуючий, Словник: українська » грецька

Мова джерела:
українська
Мова перекладу:
грецька
Переклади:
προτεστάντης, προτεσταντική, προτεσταντικό, προτεσταντικές, προτεσταντικής
Протестуючий грецькою
Інші мови

Споріднені слова: протестуючий

протестуючий мовний словник грецька, протестуючий грецькою

Переклади

  • протест грецькою - κατακραυγή, αγανάκτηση, διαμαρτυρόμενος, διαμαρτυρία, διαμαρτυρίας, ένδειξη διαμαρτυρίας, διαδήλωση, ...
  • протестувати грецькою - τύψη, αντιτείνω, καβγάς, σειρά, κωπηλατώ, αντικείμενο, διαμαρτυρόμενος, ...
  • протеїни грецькою - διαμαρτύρομαι, διαμαρτυρίες, διαμαρτυρία, πρωτεΐνες, πρωτεϊνών, πρωτείνες, πρωτεΐνες που, ...
  • проти грецькою - εναντίον, σπόνδυλος, κατά, έναντι, κατά της, από
Випадкові слова
Протестуючий грецькою - Словник: українська » грецька
Переклади: προτεστάντης, προτεσταντική, προτεσταντικό, προτεσταντικές, προτεσταντικής