Псувати грецькою
Переклад: псувати, Словник: українська » грецька
Мова джерела:
українська
Мова перекладу:
грецька
Переклади:
χαλώ, προστυχαίνω, ατύχημα, άγγελμα, κακομαθαίνω, μολύνω, παραχαϊδεύω, μήνυμα, μιαίνω, λεία, χαλάσει, κακομάθει, να χαλάσει, χαλάσουν
Споріднені слова
Інші мови
Споріднені слова: псувати
псувати синоніми, псувати синонім, псувати кров, псувати мовний словник грецька, псувати грецькою
Переклади
- психічний грецькою - νοοτροπία, ψυχοσύνθεση, ψυχική, ψυχικής, διανοητική, νοητική, ψυχικές
- псування грецькою - δηλητηριώδης, αποβολή, μόλυνση, μίασμα, επιδείνωση, μυελός, χειροτέρευση, ...
- псуватись грецькою - βλάπτω, ζημιά, βλάβη, ξινή, ξινό, ξινά, κρέμα, ...
- псуватися грецькою - κακομαθαίνω, χαλώ, χειροτερεύω, επιδεινώνω, παραχαϊδεύω, λεία, χαλάσει, ...
Випадкові слова
Псувати грецькою - Словник: українська » грецька
Переклади: χαλώ, προστυχαίνω, ατύχημα, άγγελμα, κακομαθαίνω, μολύνω, παραχαϊδεύω, μήνυμα, μιαίνω, λεία, χαλάσει, κακομάθει, να χαλάσει, χαλάσουν
Переклади: χαλώ, προστυχαίνω, ατύχημα, άγγελμα, κακομαθαίνω, μολύνω, παραχαϊδεύω, μήνυμα, μιαίνω, λεία, χαλάσει, κακομάθει, να χαλάσει, χαλάσουν