Пучок грецькою
Переклад: пучок, Словник: українська » грецька
Мова джерела:
українська
Мова перекладу:
грецька
Переклади:
κότσος, τσουβαλιάζω, καδρόνι, δέσμη, κοπάδι, σύμπλεγμα, συστοιχία, αχτίδα, δεσμίδα, μάτσο, τσαμπί, δοκός, σωριάζω, αγέλη, συρρέω, σωρό, μπουκέτο
Споріднені слова
Інші мови
Споріднені слова: пучок
пучок как сделать, пучок на голове, пучок з носком, пучок світла, пучок гиса, пучок мовний словник грецька, пучок грецькою
Переклади
- пухнатий грецькою - πλέον, πάνα, χνουδάτος, μαλλιαρός, ασαφή, μαλλιαρό, woolly, ...
- пучина грецькою - κόλπος, χάσμα, άβυσσος, κόλπο, Κόλπου, του Κόλπου
- пушинка грецькою - αγέλη, συρρέω, κοπάδι, νιφάδα, νιφάδων, νιφάδες, νιφάδας, ...
- пушка грецькою - κανόνι, όπλο, πιστόλι, πυροβόλο όπλο, το όπλο, πιστολιού
Випадкові слова
Пучок грецькою - Словник: українська » грецька
Переклади: κότσος, τσουβαλιάζω, καδρόνι, δέσμη, κοπάδι, σύμπλεγμα, συστοιχία, αχτίδα, δεσμίδα, μάτσο, τσαμπί, δοκός, σωριάζω, αγέλη, συρρέω, σωρό, μπουκέτο
Переклади: κότσος, τσουβαλιάζω, καδρόνι, δέσμη, κοπάδι, σύμπλεγμα, συστοιχία, αχτίδα, δεσμίδα, μάτσο, τσαμπί, δοκός, σωριάζω, αγέλη, συρρέω, σωρό, μπουκέτο