Підкорювати грецькою
Переклад: підкорювати, Словник: українська » грецька
Мова джерела:
українська
Мова перекладу:
грецька
Переклади:
υποστηρίζω, υποτάσσομαι, υποτάσσω, παραδίδομαι, υποβάλλω, Κατακτήστε, Conquer, κατακτήσει, κατακτήσουν, Κατακτήστε το
Споріднені слова
Інші мови
Споріднені слова: підкорювати
підкорювати мовний словник грецька, підкорювати грецькою
Переклади
- підкорити грецькою - αιχμαλωτίζω, εξαναγκάζω, αιχμαλωσία, κατακτήσουν, κατακτήσει, να κατακτήσει, κατακτήσετε, ...
- підкоритися грецькою - υπακούω, υποβάλουν, να υποβάλουν, υποβάλλουν, υποβάλλει, υποβάλει
- підкорюватися грецькою - εγκαρτέρηση, παραίτηση, υπακούω, υπακούουν, υπακούσει, υπακούσουν, υπακούν
- підкоряти грецькою - υποτάσσω, κατακτώ, πούπουλο, κάτω, κατακτήσουν, κατακτήσει, να κατακτήσει, ...
Випадкові слова
Підкорювати грецькою - Словник: українська » грецька
Переклади: υποστηρίζω, υποτάσσομαι, υποτάσσω, παραδίδομαι, υποβάλλω, Κατακτήστε, Conquer, κατακτήσει, κατακτήσουν, Κατακτήστε το
Переклади: υποστηρίζω, υποτάσσομαι, υποτάσσω, παραδίδομαι, υποβάλλω, Κατακτήστε, Conquer, κατακτήσει, κατακτήσουν, Κατακτήστε το