Підривний грецькою
Переклад: підривний, Словник: українська » грецька
Мова джерела:
українська
Мова перекладу:
грецька
Переклади:
υπονομευτικός, ανατρεπτικός, ανατρεπτική, ανατρεπτικό, ανατρεπτικές, ανατρεπτικών
Споріднені слова
Інші мови
Споріднені слова: підривний
підривний клапан, підривний мовний словник грецька, підривний грецькою
Переклади
- підрахунок грецькою - εκτίμηση, υπολογίζω, αρίθμηση, μετράνε, μετρούν, μετρήσει
- підривати грецькою - υποσκάπτω, έκρηξη, εκρήγνυμαι, επικρίνω, δριμύτατα, υπονομεύουν, υπονομεύσει, ...
- підривною грецькою - υπονομευτικός, ανατρεπτικός, ανατρεπτική, ανατρεπτικό, ανατρεπτικές, ανατρεπτικών
- підривній грецькою - υπονομευτικός, ανατρεπτικός, ανατρεπτική, ανατρεπτικό, ανατρεπτικές, ανατρεπτικών
Випадкові слова
Підривний грецькою - Словник: українська » грецька
Переклади: υπονομευτικός, ανατρεπτικός, ανατρεπτική, ανατρεπτικό, ανατρεπτικές, ανατρεπτικών
Переклади: υπονομευτικός, ανατρεπτικός, ανατρεπτική, ανατρεπτικό, ανατρεπτικές, ανατρεπτικών