Підривній грецькою
Переклад: підривній, Словник: українська » грецька
Мова джерела:
українська
Мова перекладу:
грецька
Переклади:
υπονομευτικός, ανατρεπτικός, ανατρεπτική, ανατρεπτικό, ανατρεπτικές, ανατρεπτικών
Споріднені слова
Інші мови
Споріднені слова: підривній
підривній мовний словник грецька, підривній грецькою
Переклади
- підривний грецькою - υπονομευτικός, ανατρεπτικός, ανατρεπτική, ανατρεπτικό, ανατρεπτικές, ανατρεπτικών
- підривною грецькою - υπονομευτικός, ανατρεπτικός, ανατρεπτική, ανατρεπτικό, ανατρεπτικές, ανατρεπτικών
- підробити грецькою - πλαστός, κάλπικος, πλαστογραφία, νοθεύω, αλλοιώνω, σιδηρουργείο, σφυρηλατήσει, ...
- підробка грецькою - πλαστός, κίβδηλος, απομίμηση, κάλπικος, πλαστογραφία, πλαστογράφησης, πλαστογραφίας, ...
Випадкові слова
Підривній грецькою - Словник: українська » грецька
Переклади: υπονομευτικός, ανατρεπτικός, ανατρεπτική, ανατρεπτικό, ανατρεπτικές, ανατρεπτικών
Переклади: υπονομευτικός, ανατρεπτικός, ανατρεπτική, ανατρεπτικό, ανατρεπτικές, ανατρεπτικών