Підсильте грецькою
Переклад: підсильте, Словник: українська » грецька
Мова джерела:
українська
Мова перекладу:
грецька
Переклади:
οξύνω, επιδεινώνω, Ενισχύστε, ενισχύουν, Ενίσχυση με, ενισχύσει, ενισχύσουν
Споріднені слова
Інші мови
Споріднені слова: підсильте
підсильте мовний словник грецька, підсильте грецькою
Переклади
- підсилений грецькою - δυναμικός, δυνατός, ισχυρός, ενισχυθεί, ενισχύθηκε, ενισχυθούν, ενισχύεται, ...
- підсилення грецькою - ενίσχυση, ενδυνάμωση, την ενίσχυση, ενίσχυσης, η ενίσχυση
- підсилювати грецькою - βελτιώνω, ενισχύσει, να ενισχύσει, ενισχύσουν, ενισχυθεί, την ενίσχυση
- підсилювач грецькою - εντατικά, ενισχυτής, ενισχυτή, του ενισχυτή, ενισχυτού, ενισχυτών
Випадкові слова
Підсильте грецькою - Словник: українська » грецька
Переклади: οξύνω, επιδεινώνω, Ενισχύστε, ενισχύουν, Ενίσχυση με, ενισχύσει, ενισχύσουν
Переклади: οξύνω, επιδεινώνω, Ενισχύστε, ενισχύουν, Ενίσχυση με, ενισχύσει, ενισχύσουν