Підхоплюватися грецькою
Переклад: підхоплюватися, Словник: українська » грецька
Мова джерела:
українська
Мова перекладу:
грецька
Переклади:
εκτινάσσομαι, αναπηδώ, άνοιξη, πεταχτούν, άλμα πάνω, πηδούν πάνω, πηδήσει επάνω, πηδήσει μέχρι
Споріднені слова
Інші мови
Споріднені слова: підхоплюватися
підхоплюватися мовний словник грецька, підхоплюватися грецькою
Переклади
- підходящий грецькою - κατάλληλος, εκλόγιμος, άξιος, εκλέξιμος, κατάλληλο, κατάλληλη, κατάλληλα, ...
- підхожий грецькою - πρόσφορος, πρέπων, διάφορος, ποικίλος, εκλέξιμος, κατάλληλος, εύσχημος, ...
- підхід грецькою - προσπέλαση, πρόσβαση, προσεγγίζω, μέθοδος, πλησιάζω, προσέγγιση, προσέγγισης, ...
- підчинити грецькою - υφιστάμενος, συμμορφώνονται, σύμφωνες, συμμορφώνεται, ανταποκρίνονται, είναι σύμφωνα
Випадкові слова
Підхоплюватися грецькою - Словник: українська » грецька
Переклади: εκτινάσσομαι, αναπηδώ, άνοιξη, πεταχτούν, άλμα πάνω, πηδούν πάνω, πηδήσει επάνω, πηδήσει μέχρι
Переклади: εκτινάσσομαι, αναπηδώ, άνοιξη, πεταχτούν, άλμα πάνω, πηδούν πάνω, πηδήσει επάνω, πηδήσει μέχρι