Підійматись грецькою
Переклад: підійматись, Словник: українська » грецька
Мова джерела:
українська
Мова перекладу:
грецька
Переклади:
όρος, βουνό, σάλος, να ανέβει, για να ανέβει, να ανέβουν, να σκαρφαλώσει, να ανεβείτε μέχρι
Споріднені слова
Інші мови
Споріднені слова: підійматись
підійматись мовний словник грецька, підійматись грецькою
Переклади
- підіймання грецькою - ανάβαση, μεταρσιώνω, ανυψωτήρας, ανύψωσης, ανυψωτήρα, ανυψωτικών μηχανημάτων, ανυψωτικών
- підіймати грецькою - αύξηση, αυξήσει, αυξήσουν, αυξηθεί, την αύξηση
- підійматися грецькою - βουνό, όρος, ανεβαίνω, ανεβαίνουν, ανεβεί, ανεβείτε, ανέβει
- підірваний грецькою - ξέσπασμα, ξεσπώ, εξερράγη, αποσυναρμολογημένη, διαλυμένη, εκραγεί, έκρηξη
Випадкові слова
Підійматись грецькою - Словник: українська » грецька
Переклади: όρος, βουνό, σάλος, να ανέβει, για να ανέβει, να ανέβουν, να σκαρφαλώσει, να ανεβείτε μέχρι
Переклади: όρος, βουνό, σάλος, να ανέβει, για να ανέβει, να ανέβουν, να σκαρφαλώσει, να ανεβείτε μέχρι