Радити грецькою
Переклад: радити, Словник: українська » грецька
Мова джерела:
українська
Мова перекладу:
грецька
Переклади:
παραινώ, συμβουλεύω, προσφέρω, συνιστώ, χορηγώ, νουθετώ, συσκέπτομαι, συμβουλεύει, συμβουλεύσει, συμβουλεύουν, συμβουλεύουμε
Споріднені слова
Інші мови
Споріднені слова: радити
радити синонім, радити синоним, радити словник, радити синоніми, шта радити, радити мовний словник грецька, радити грецькою
Переклади
- радий грецькою - χαρούμενος, ευτυχής, χαρούμε, ευχάριστη θέση, ευτυχείς
- радикальний грецькою - δραστικός, ρίζα, ριζοσπαστικός, ριζική, ριζοσπαστική, ριζικές
- радитись грецькою - χορηγώ, προσφέρω, συσκέπτομαι, συμβουλευτείτε, συμβουλεύεται, συμβουλευθείτε, διαβουλεύεται, ...
- радитися грецькою - συμβουλευτείτε, συμβουλεύεται, συμβουλευθείτε, διαβουλεύεται, συμβουλεύονται
Випадкові слова
Радити грецькою - Словник: українська » грецька
Переклади: παραινώ, συμβουλεύω, προσφέρω, συνιστώ, χορηγώ, νουθετώ, συσκέπτομαι, συμβουλεύει, συμβουλεύσει, συμβουλεύουν, συμβουλεύουμε
Переклади: παραινώ, συμβουλεύω, προσφέρω, συνιστώ, χορηγώ, νουθετώ, συσκέπτομαι, συμβουλεύει, συμβουλεύσει, συμβουλεύουν, συμβουλεύουμε