Радитися грецькою
Переклад: радитися, Словник: українська » грецька
Мова джерела:
українська
Мова перекладу:
грецька
Переклади:
συμβουλευτείτε, συμβουλεύεται, συμβουλευθείτε, διαβουλεύεται, συμβουλεύονται
Інші мови
Споріднені слова: радитися
радитися мовний словник грецька, радитися грецькою
Переклади
- радити грецькою - παραινώ, συμβουλεύω, προσφέρω, συνιστώ, χορηγώ, νουθετώ, συσκέπτομαι, ...
- радитись грецькою - χορηγώ, προσφέρω, συσκέπτομαι, συμβουλευτείτε, συμβουλεύεται, συμβουλευθείτε, διαβουλεύεται, ...
- радник грецькою - εμπειρογνώμονας, σύμβουλος, εμπειρογνώμων, σύμβουλο, συμβούλου, σύμβουλος του, σύμβουλό
- радо грецькою - χαρούμενα, πρόθυμα, εύκολα, άμεσα, ευκόλως, αμέσως
Випадкові слова
Радитися грецькою - Словник: українська » грецька
Переклади: συμβουλευτείτε, συμβουλεύεται, συμβουλευθείτε, διαβουλεύεται, συμβουλεύονται
Переклади: συμβουλευτείτε, συμβουλεύεται, συμβουλευθείτε, διαβουλεύεται, συμβουλεύονται