Рвучкий грецькою
Переклад: рвучкий, Словник: українська » грецька
Мова джерела:
українська
Мова перекладу:
грецька
Переклади:
συναρπαστικός, πιασάρικα, πιασάρικο, ελκυστικό, catchy
Інші мови
Споріднені слова: рвучкий
рвучкий порив вітру, рвучкий мовний словник грецька, рвучкий грецькою
Переклади
- рашпіль грецькою - τρίφτης, λίμα, εργαλείου απόξεσης, του εργαλείου απόξεσης, ράσπας, εργαλείο απόξεσης
- рвати грецькою - διάλειμμα, διάλλειμα, αντεπίθεση, σπάζω, ξήλωμα, ξεσκίζω, σκίζω, ...
- реабілітація грецькою - αποκατάστασης, αποκατάσταση, την αποκατάσταση, της αποκατάστασης, επανένταξης
- реабілітувати грецькою - κατακλυσμός, αποκατάσταση, αποκατάστασης, την αποκατάσταση, αποκαταστήσει, αποκαταστήσουν
Випадкові слова
Рвучкий грецькою - Словник: українська » грецька
Переклади: συναρπαστικός, πιασάρικα, πιασάρικο, ελκυστικό, catchy
Переклади: συναρπαστικός, πιασάρικα, πιασάρικο, ελκυστικό, catchy