Ревізійний грецькою
Переклад: ревізійний, Словник: українська » грецька
Мова джерела:
українська
Мова перекладу:
грецька
Переклади:
αναζωογόνηση, επιστροφή, αναβίωση, διασκευαστικός, λογιστικού ελέγχου, αναθεωρητικές, αναθεωρητικής, αναθεωρητική
Інші мови
Споріднені слова: ревізійний
ревізійний люк, ревізійний процес, ревізійний період, ревізійний огляд документів, ревізійний процес та його учасники, ревізійний мовний словник грецька, ревізійний грецькою
Переклади
- ревізорський грецькою - επιθεωρητές, Οι επιθεωρητές, Επιθεωρητών, επιθεωρητές της, τους επιθεωρητές
- ревізувати грецькою - ελέγχω, έλεγχος, ελέγχου, λογιστικού ελέγχου, ελεγκτικών, του ελέγχου
- ревізія грецькою - ελέγχω, αναθεώρηση, αναθεώρησης, την αναθεώρηση, επανεξέταση, η αναθεώρηση
- ревіти грецькою - καραμούζα, μαλώνω, κραυγή, φωνάζω, bawl, κραυγάζω
Випадкові слова
Ревізійний грецькою - Словник: українська » грецька
Переклади: αναζωογόνηση, επιστροφή, αναβίωση, διασκευαστικός, λογιστικού ελέγχου, αναθεωρητικές, αναθεωρητικής, αναθεωρητική
Переклади: αναζωογόνηση, επιστροφή, αναβίωση, διασκευαστικός, λογιστικού ελέγχου, αναθεωρητικές, αναθεωρητικής, αναθεωρητική