Рельєфний грецькою
Переклад: рельєфний, Словник: українська » грецька
Мова джерела:
українська
Мова перекладу:
грецька
Переклади:
θαρραλέος, αντιπροσωπεύω, έντονος, γενναίος, τόλμημα, ανακούφιση, ανακούφισης, ελάφρυνση, αρωγής, ανάγλυφο
Споріднені слова
Інші мови
Споріднені слова: рельєфний
рельєфний стовпчик, рельєфний прес, рельєфний папір, рельєфний дизайн, рельєфний столбик, рельєфний мовний словник грецька, рельєфний грецькою
Переклади
- релевантний грецькою - αξιοπιστία, σταθερότητα, σχετικός, σχετικές, σχετικών, σχετική, σχετικό
- рельєф грецькою - έδαφος, ανακούφιση, ανακούφισης, ελάφρυνση, αρωγής, ανάγλυφο
- рельєфність грецькою - ανακουφίζω, ξαλαφρώνω, ανακούφιση, ανακούφισης, ελάφρυνση, αρωγής, ανάγλυφο
- релігійно грецькою - θρησκευτικός, θρησκευτικές, θρησκευτικών, θρησκευτική, θρησκευτικής
Випадкові слова
Рельєфний грецькою - Словник: українська » грецька
Переклади: θαρραλέος, αντιπροσωπεύω, έντονος, γενναίος, τόλμημα, ανακούφιση, ανακούφισης, ελάφρυνση, αρωγής, ανάγλυφο
Переклади: θαρραλέος, αντιπροσωπεύω, έντονος, γενναίος, τόλμημα, ανακούφιση, ανακούφισης, ελάφρυνση, αρωγής, ανάγλυφο