Ризиковано грецькою
Переклад: ризиковано, Словник: українська » грецька
Мова джерела:
українська
Мова перекладу:
грецька
Переклади:
επικίνδυνος, επικίνδυνη, επικίνδυνο, επικίνδυνες, ριψοκίνδυνη
Інші мови
Споріднені слова: ризиковано
ризиковано мовний словник грецька, ризиковано грецькою
Переклади
- ризик грецькою - αποτολμώ, διακυβεύω, κίνδυνος, κινδύνου, κίνδυνο, κινδύνων, του κινδύνου
- ризикований грецькою - υποθετικός, καίριος, επικίνδυνος, εικαστικός, κερδοσκοπικός, θεωρητικός, επικίνδυνη, ...
- ризикованість грецькою - ριψοκίνδυνος, επικίνδυνο, επικινδυνότητας, επικινδυνότητα, βαθμό επικινδυνότητας, ριψοκίνδυνο
- ризиковий грецькою - κερδοσκοπικός, θεωρητικός, τολμηρός, υποθετικός, εικαστικός, κίνδυνος, κινδύνου, ...
Випадкові слова
Ризиковано грецькою - Словник: українська » грецька
Переклади: επικίνδυνος, επικίνδυνη, επικίνδυνο, επικίνδυνες, ριψοκίνδυνη
Переклади: επικίνδυνος, επικίνδυνη, επικίνδυνο, επικίνδυνες, ριψοκίνδυνη