Розбухнути грецькою
Переклад: розбухнути, Словник: українська » грецька
Мова джерела:
українська
Мова перекладу:
грецька
Переклади:
φουσκώνω, εξογκώνω, πρήζω, να πρηστεί, να διογκωθεί, για να πρηστεί, να διογκώνονται, να φουσκώσει
Споріднені слова
Інші мови
Споріднені слова: розбухнути
розбухнути мовний словник грецька, розбухнути грецькою
Переклади
- розбудовувати грецькою - ομιχλώδης, παρενοχλώ, ενοχλώ, κατασκευή, οικοδόμηση, οικοδομήσουμε, χτίσει, ...
- розбудувати грецькою - μπόι, χτίζω, κορμοστασιά, ανάστημα, κατασκευή, οικοδόμηση, οικοδομήσουμε, ...
- розбігатися грецькою - διασποράς, σκέδασης, διασπορά, scatter, σκέδαση
- розбіжний грецькою - αποκλίνουσες, αποκλίνοντα, αποκλίνουσα, αποκλινουσών, αποκλινόντων
Випадкові слова
Розбухнути грецькою - Словник: українська » грецька
Переклади: φουσκώνω, εξογκώνω, πρήζω, να πρηστεί, να διογκωθεί, για να πρηστεί, να διογκώνονται, να φουσκώσει
Переклади: φουσκώνω, εξογκώνω, πρήζω, να πρηστεί, να διογκωθεί, για να πρηστεί, να διογκώνονται, να φουσκώσει