Розв'язаний грецькою
Переклад: розв'язаний, Словник: українська » грецька
Мова джерела:
українська
Мова перекладу:
грецька
Переклади:
αποφασίζω, λύνω, διευθετώ, αποσυνδεδεμένη, μη συνδεδεμένης, μη συνδεδεμένη, μη συνδεδεμένης μη, μη συνδεδεμένης μη επιστρεπτέας
Споріднені слова
Інші мови
Споріднені слова: розв'язаний
розв'язаний антонім, розв'язаний мовний словник грецька, розв'язаний грецькою
Переклади
- розбірний грецькою - πτυσσόμενος, πτυσσόμενο, πτυσσόμενη, πτυσσόμενα, πτυσσόμενου
- розв'яжіть грецькою - χύμα, χαλαρός, Loose, Χαλαρά, Χαλαρή
- розв'язання грецькою - αποφασιστικότητα, διάλυμα, συμβουλεύω, απόφαση, λύση, καμαρίλα, εύρημα, ...
- розв'язати грецькою - αποδεσμεύω, λύσει, επίλυση, να λύσει, την επίλυση, λύσουν
Випадкові слова
Розв'язаний грецькою - Словник: українська » грецька
Переклади: αποφασίζω, λύνω, διευθετώ, αποσυνδεδεμένη, μη συνδεδεμένης, μη συνδεδεμένη, μη συνδεδεμένης μη, μη συνδεδεμένης μη επιστρεπτέας
Переклади: αποφασίζω, λύνω, διευθετώ, αποσυνδεδεμένη, μη συνδεδεμένης, μη συνδεδεμένη, μη συνδεδεμένης μη, μη συνδεδεμένης μη επιστρεπτέας