Розважати грецькою
Переклад: розважати, Словник: українська » грецька
Мова джерела:
українська
Мова перекладу:
грецька
Переклади:
διασκεδάζω, ψυχαγωγώ, ψυχαγωγήσει, διασκεδάσει, να ψυχαγωγήσει, να διασκεδάσει, διασκεδάσουν
Споріднені слова
Інші мови
Споріднені слова: розважати
розважати мовний словник грецька, розважати грецькою
Переклади
- розважальний грецькою - κηλίδα, διασκεδαστικός, διασκεδαστικό, διασκεδαστική, ψυχαγωγικό, διασκεδαστικές
- розважання грецькою - παρέκβαση, παρεκτροπή, σεβασμός, σέβομαι, ψυχαγωγία, διασκέδαση, ψυχαγωγίας, ...
- розважатись грецькою - καταδαπανώ, να διασκεδάσουν, διασκεδάστε, έχει τη διασκέδαση, διασκέδαση, να διασκεδάσετε
- розважатися грецькою - ψυχαγωγώ, καταδαπανώ, διασκεδάζω, να διασκεδάσουν, διασκεδάστε, έχει τη διασκέδαση, διασκέδαση, ...
Випадкові слова
Розважати грецькою - Словник: українська » грецька
Переклади: διασκεδάζω, ψυχαγωγώ, ψυχαγωγήσει, διασκεδάσει, να ψυχαγωγήσει, να διασκεδάσει, διασκεδάσουν
Переклади: διασκεδάζω, ψυχαγωγώ, ψυχαγωγήσει, διασκεδάσει, να ψυχαγωγήσει, να διασκεδάσει, διασκεδάσουν