Розлив грецькою
Переклад: розлив, Словник: українська » грецька
Мова джерела:
українська
Мова перекладу:
грецька
Переклади:
πλημμύρες, κατακλύζω, πλημμυρίζω, πετρελαιοκηλίδα, spill, Ποσότητα Χυένου Υλικού, Χυένου Υλικού, Ποσότητα Χυμένου Υλικού
Споріднені слова
Інші мови
Споріднені слова: розлив
розлив подсолнечного масла, розлив ртуті, розлив річки навесні, розлив річки, розлив мінеральної води, розлив мовний словник грецька, розлив грецькою
Переклади
- розладьте грецькою - αταξία, διαταραχή, διαταραχής, διαταραχές, διαταραχή του
- розламати грецькою - διάλλειμα, σπάζω, διάλειμμα, αντεπίθεση, διακοπή, διάσπαση, θραύση, ...
- розливати грецькою - βρίθω, πετρελαιοκηλίδα, spill, Ποσότητα Χυένου Υλικού, Χυένου Υλικού, Ποσότητα Χυμένου Υλικού
- розлиття грецькою - πλημμύρες, κατακλύζω, πλημμυρίζω, εισβολή, επιδρομή
Випадкові слова
Розлив грецькою - Словник: українська » грецька
Переклади: πλημμύρες, κατακλύζω, πλημμυρίζω, πετρελαιοκηλίδα, spill, Ποσότητα Χυένου Υλικού, Χυένου Υλικού, Ποσότητα Χυμένου Υλικού
Переклади: πλημμύρες, κατακλύζω, πλημμυρίζω, πετρελαιοκηλίδα, spill, Ποσότητα Χυένου Υλικού, Χυένου Υλικού, Ποσότητα Χυμένου Υλικού