Розпізнавати грецькою
Переклад: розпізнавати, Словник: українська » грецька
Мова джерела:
українська
Мова перекладу:
грецька
Переклади:
διαβλέπω, εντοπισμό, προσδιορίζουν, προσδιορίσει, τον εντοπισμό, εντοπίσει
Споріднені слова
Інші мови
Споріднені слова: розпізнавати
розпізнавати мовний словник грецька, розпізнавати грецькою
Переклади
- розпізнаваний грецькою - δυνάμενος να γίνει γνωστός, αναγνωρίσιμη, αναγνωρίσιμο, γνώσιμο, γνώσιμη
- розпізнавання грецькою - αναγνώριση, αναγνώρισης, Η αναγνώριση, αναγνωρίσεως, την αναγνώριση
- розрада грецькою - παρηγορώ, άνεση, άνεσης, την άνεση, ανέσεις, άνεση των
- розраду грецькою - άνεση, άνεσης, την άνεση, ανέσεις, άνεση των
Випадкові слова
Розпізнавати грецькою - Словник: українська » грецька
Переклади: διαβλέπω, εντοπισμό, προσδιορίζουν, προσδιορίσει, τον εντοπισμό, εντοπίσει
Переклади: διαβλέπω, εντοπισμό, προσδιορίζουν, προσδιορίσει, τον εντοπισμό, εντοπίσει