Розстроювати грецькою
Переклад: розстроювати, Словник: українська » грецька
Мова джерела:
українська
Мова перекладу:
грецька
Переклади:
διασπώ, ενοχλώ, εξαρθρώνω, παρενοχλώ, αποσπώ, ομιχλώδης, ανατροπή, αναστατωμένος, αναστάτωση, αναστατώσει, διαταραχές
Споріднені слова
Інші мови
Споріднені слова: розстроювати
розстроювати мовний словник грецька, розстроювати грецькою
Переклади
- розстройте грецькою - απογοητεύω, ανατρέπω, ανατροπή, αναστατωμένος, αναστάτωση, αναστατώσει, διαταραχές
- розстрочка грецькою - καταμερισμός, κατανομή, δόσης, δόση, τμήμα, δόσεις, δόσεως
- розстібати грецькою - ξεκουμπώνω, ξεκουμβώνω, ξεκουμπώνει, ξεκουμπώσει
- розстібатися грецькою - λύνω, ξεκρεμώ, ξεγαντζώστε, απαγκιστρωθείτε, ξεκρεμάτε
Випадкові слова
Розстроювати грецькою - Словник: українська » грецька
Переклади: διασπώ, ενοχλώ, εξαρθρώνω, παρενοχλώ, αποσπώ, ομιχλώδης, ανατροπή, αναστατωμένος, αναστάτωση, αναστατώσει, διαταραχές
Переклади: διασπώ, ενοχλώ, εξαρθρώνω, παρενοχλώ, αποσπώ, ομιχλώδης, ανατροπή, αναστατωμένος, αναστάτωση, αναστατώσει, διαταραχές