Розсудливий грецькою
Переклад: розсудливий, Словник: українська » грецька
Мова джерела:
українська
Мова перекладу:
грецька
Переклади:
ξεμέθυστος, συνετός, νηφάλιος, πολιτικός, κρίση, εχέμυθος, διακριτικός, λογικός, συνετό, εύλογη, εύλογο, λογικό, λογική
Споріднені слова
Інші мови
Споріднені слова: розсудливий
розсудливий це, розсудливий словник, розсудливий синоніми, розсудливий синоним, розсудливий флегматик, розсудливий мовний словник грецька, розсудливий грецькою
Переклади
- розстібнути грецькою - ξεκουμβώνω, ξεκουμπώνει, ξεκουμπώσει
- розсуд грецькою - διάκριση, εχεμύθεια, διακριτικότητα, περίσκεψη, διακριτική ευχέρεια, εξουσία εκτιμήσεως, διακριτικής ευχέρειας, ...
- розсудливо грецькою - κλαδεύω, τζούντο, εσκεμμένως, σύνεση, με σύνεση, σκοπίμως, εσκεμμένα
- розсудливість грецькою - λογική, σύνεση, σύνεσης, συντηρητικότητας, της σύνεσης, προληπτικούς
Випадкові слова
Розсудливий грецькою - Словник: українська » грецька
Переклади: ξεμέθυστος, συνετός, νηφάλιος, πολιτικός, κρίση, εχέμυθος, διακριτικός, λογικός, συνετό, εύλογη, εύλογο, λογικό, λογική
Переклади: ξεμέθυστος, συνετός, νηφάλιος, πολιτικός, κρίση, εχέμυθος, διακριτικός, λογικός, συνετό, εύλογη, εύλογο, λογικό, λογική