Розумування грецькою
Переклад: розумування, Словник: українська » грецька
Мова джерела:
українська
Мова перекладу:
грецька
Переклади:
διατριβή, πραγματεία, συλλογισμός, αιτιολογία, λογική, συλλογιστική, συλλογιστικής
Споріднені слова
Інші мови
Споріднені слова: розумування
розумування мовний словник грецька, розумування грецькою
Переклади
- розумно грецькою - ικανά, διανοούμενοι, λογικώς, ευλόγως, εύλογα, λογικά, λογικές
- розумовий грецькою - νοοτροπία, ψυχοσύνθεση, ψυχική, ψυχικής, διανοητική, νοητική, ψυχικές
- розуміння грецькою - σύλληψη, αντίληψη, προϊστορικός, κατανόηση, κατανόησης, την κατανόηση, της κατανόησης
- розуміти грецькою - καταλαβαίνω, κατανοώ, απορροφώ, φαντάζομαι, διαβλέπω, αντιλαμβάνομαι, κατανοήσουν, ...
Випадкові слова
Розумування грецькою - Словник: українська » грецька
Переклади: διατριβή, πραγματεία, συλλογισμός, αιτιολογία, λογική, συλλογιστική, συλλογιστικής
Переклади: διατριβή, πραγματεία, συλλογισμός, αιτιολογία, λογική, συλλογιστική, συλλογιστικής