Розчинюючий грецькою
Переклад: розчинюючий, Словник: українська » грецька
Мова джерела:
українська
Мова перекладу:
грецька
Переклади:
διάλυση, διάλυσης, διαλύσεως, διαλυτικό, διαλυτοποίησης
Інші мови
Споріднені слова: розчинюючий
розчинюючий мовний словник грецька, розчинюючий грецькою
Переклади
- розчинник грецькою - φερέγγυος, εχέγγυος, διαλύτη, διαλύτης, διαλύτου, διαλυτών, του διαλύτη
- розчинність грецькою - διαλυτότητα, διαλυτότητας, η διαλυτότητα, διαλυτότητος, διαλυτότητα στο
- розчиняти грецькою - λύνω, σαπίζω, αραιώνω, αποσυνθέτω, διαλύω, διαλυθεί, διαλύονται, ...
- розчинятися грецькою - φιτίλι, φυτίλι, λύσει, επίλυση, να λύσει, την επίλυση, λύσουν
Випадкові слова
Розчинюючий грецькою - Словник: українська » грецька
Переклади: διάλυση, διάλυσης, διαλύσεως, διαλυτικό, διαλυτοποίησης
Переклади: διάλυση, διάλυσης, διαλύσεως, διαλυτικό, διαλυτοποίησης