Розщеплювати грецькою
Переклад: розщеплювати, Словник: українська » грецька
Мова джерела:
українська
Мова перекладу:
грецька
Переклади:
καθιστώ, προσφέρω, κάνω, σχισμή, σχισμής, εγκοπή, σχισμών, εγκοπής
Споріднені слова
Інші мови
Споріднені слова: розщеплювати
розщеплювати мовний словник грецька, розщеплювати грецькою
Переклади
- розшукувати грецькою - αναζητώ, ψάχνω, αναζήτηση, αναζήτησή, προσπάθειά, την αναζήτηση, την αναζήτησή
- розщеплення грецькою - διάσπαση, διαχωρισμός, διαχωρισμό, διαίρεση, διαχωρισμού
- розібрати грецькою - αποσυναρμολογώ, διαλύω, κατεδαφίζω, αποσυναρμολόγηση, αποσυναρμολογήσετε, αποσυναρμολογήσει, αποσυναρμολογείτε, ...
- розігнати грецькою - σκορπίζω, διασκορπίζω, διασκορπίζομαι, διασπείρω, overclock, υπερχρονισμό, Overclock της, ...
Випадкові слова
Розщеплювати грецькою - Словник: українська » грецька
Переклади: καθιστώ, προσφέρω, κάνω, σχισμή, σχισμής, εγκοπή, σχισμών, εγκοπής
Переклади: καθιστώ, προσφέρω, κάνω, σχισμή, σχισμής, εγκοπή, σχισμών, εγκοπής