Ручка грецькою
Переклад: ручка, Словник: українська » грецька
Мова джерела:
українська
Мова перекладу:
грецька
Переклади:
λαβή, πιάνω, μπράτσο, χέρι, όπλο, κράτημα, άξονας, θήκη, αποσκευές, χειριστεί, χειρίζονται, χειρισμό, χειρίζεται
Споріднені слова
Інші мови
Споріднені слова: ручка
ручка перо, ручка с исчезающими чернилами, ручка для ножа, ручка пистолет, ручка кпп, ручка мовний словник грецька, ручка грецькою
Переклади
- ручитись грецькою - χορηγός, χορηγώ, ένταλμα, εντάλματος, ΔΑΜ, δικαιολογούν
- ручитися грецькою - εξασφαλίζω, χορηγός, χορηγώ, βεβαιώνομαι, ένταλμα, εντάλματος, ΔΑΜ, ...
- ручної грецькою - τιθασεύω, χειροποίητο, χειροποίητα, χειροποίητη, χειροποίητες, χειροποίητων
- рушати грецькою - σκαθάρι, να στρωθούμε, για να στρωθούμε, για να ξεκινήσει, σε εκτέλεση
Випадкові слова
Ручка грецькою - Словник: українська » грецька
Переклади: λαβή, πιάνω, μπράτσο, χέρι, όπλο, κράτημα, άξονας, θήκη, αποσκευές, χειριστεί, χειρίζονται, χειρισμό, χειρίζεται
Переклади: λαβή, πιάνω, μπράτσο, χέρι, όπλο, κράτημα, άξονας, θήκη, αποσκευές, χειριστεί, χειρίζονται, χειρισμό, χειρίζεται