Рушати грецькою
Переклад: рушати, Словник: українська » грецька
Мова джерела:
українська
Мова перекладу:
грецька
Переклади:
σκαθάρι, να στρωθούμε, για να στρωθούμε, για να ξεκινήσει, σε εκτέλεση
Споріднені слова
Інші мови
Споріднені слова: рушати
як рушати, рушати з місця, рушати мовний словник грецька, рушати грецькою
Переклади
- ручка грецькою - λαβή, πιάνω, μπράτσο, χέρι, όπλο, κράτημα, άξονας, ...
- ручної грецькою - τιθασεύω, χειροποίητο, χειροποίητα, χειροποίητη, χειροποίητες, χειροποίητων
- рушник грецькою - πετσέτα, πετσετών, πετσέτες, πετσέτας, για πετσέτες
- рушниця грецькою - καραμπίνα, όπλο, πιστόλι, πυροβόλο όπλο, το όπλο, πιστολιού
Випадкові слова
Рушати грецькою - Словник: українська » грецька
Переклади: σκαθάρι, να στρωθούμε, για να στρωθούμε, για να ξεκινήσει, σε εκτέλεση
Переклади: σκαθάρι, να στρωθούμε, για να στρωθούμε, για να ξεκινήσει, σε εκτέλεση