Рішучий грецькою
Переклад: рішучий, Словник: українська » грецька
Мова джерела:
українська
Мова перекладу:
грецька
Переклади:
δραστικός, γουργουρίζω, αποφασιστικός, καθοριστικός, αποφασισμένος, αποφασιστική, αποφασιστικά, αποφασιστικές
Споріднені слова
Інші мови
Споріднені слова: рішучий
рішучий вчинок, рішучий наступ, рішучий це, рішучий синоніми, рішучий ступені порівняння, рішучий мовний словник грецька, рішучий грецькою
Переклади
- рішення грецькою - εύρημα, απόφαση, απόφασης, αποφάσεως, απόφαση της, απόφασή
- рішуче грецькою - γνωμάτευση, δυνατά, έντονα, σθεναρά, ισχυρά, θερμά
- рішучість грецькою - αποφασιστικότητα, προσδιορισμός, καθορισμός, προσδιορισμό, καθορισμό
- саботаж грецькою - δολιοφθορά, σαμποτάρω, σαμποτάζ, δολιοφθοράς, δολιοφθορές, δολιοφθορών
Випадкові слова
Рішучий грецькою - Словник: українська » грецька
Переклади: δραστικός, γουργουρίζω, αποφασιστικός, καθοριστικός, αποφασισμένος, αποφασιστική, αποφασιστικά, αποφασιστικές
Переклади: δραστικός, γουργουρίζω, αποφασιστικός, καθοριστικός, αποφασισμένος, αποφασιστική, αποφασιστικά, αποφασιστικές