Садно грецькою
Переклад: садно, Словник: українська » грецька
Мова джерела:
українська
Мова перекладу:
грецька
Переклади:
βούρτσα, βουρτσίζω, φθορά, τριβή, πινέλο, αμυχή, απόξεση, σκούπα, στην τριβή, εκτριβή, εκτριβής
Споріднені слова
Інші мови
Споріднені слова: садно
садно словник, садно перевод, садно це, поняття садно, садно вікіпедія, садно мовний словник грецька, садно грецькою
Переклади
- садистський грецькою - αιμοβόρος, σαδιστικός, σαδιστική, σαδιστικό, σαδιστικές
- садити грецькою - καθίζω, κάθισμα, εργοστάσιο, φυτό, φυτών, φυτού, φυτικών
- садовити грецькою - καρέκλα, επαγωγή, εισαγωγή, έδρα, κάθισμα, καθίσματος, θέση, ...
- садовод грецькою - κηπουρός, κηπουρό, κηπουρός που, κηπουρού, Gardener
Випадкові слова
Садно грецькою - Словник: українська » грецька
Переклади: βούρτσα, βουρτσίζω, φθορά, τριβή, πινέλο, αμυχή, απόξεση, σκούπα, στην τριβή, εκτριβή, εκτριβής
Переклади: βούρτσα, βουρτσίζω, φθορά, τριβή, πινέλο, αμυχή, απόξεση, σκούπα, στην τριβή, εκτριβή, εκτριβής